στεφανιαίος

στεφανιαίος
αία, αίο[ν] анат. венечный, коронарный;

στεφανιαία αρτηρία — венечная артерия;

στεφανιαία αγγεία — коронарные сосуды


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "στεφανιαίος" в других словарях:

  • στεφανιαίος — α, ο / στεφανιαίος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που μοιάζει με στεφάνι ή αυτός που ανήκει στο στεφάνι νεοελλ. φρ. α) «στεφανιαία ανεπάρκεια» ιατρ. ανεπάρκεια αιμάτωσης τών στεφανιαίων αρτηριών, δυσαναλογία μεταξύ προσφερόμενου αίματος και τροφικών αναγκών …   Dictionary of Greek

  • στεφανιαίος — α, ο 1. όμοιος με στεφάνι. 2. ουσ. στεφανιαία, η μέρος της καρδιάς: Του αντικατέστησαν τη στεφανιαία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στεφανιαίων — στεφανιαῖος of fem gen pl στεφανιαῖος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανιαίαις — στεφανιαῖος of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανιαία — στεφανιαίᾱ , στεφανιαῖος of fem nom/voc/acc dual στεφανιαίᾱ , στεφανιαῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανιαίας — στεφανιαίᾱς , στεφανιαῖος of fem acc pl στεφανιαίᾱς , στεφανιαῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

  • στεφανιαίαν — στεφανιαίᾱν , στεφανιαῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανιαίᾳ — στεφανιαίᾱͅ , στεφανιαῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»